Επεμβατική Ακτινολογία στην πυλαία υπέρταση

Γενικά

Η κίρρωση του ήπατος είναι μια χρόνια προϊούσα νόσος, που χαρακτηρίζεται από γενικευμένη νέκρωση των ηπατικών κυττάρων, αναγεννητικούς όζους και εκτεταμένη ίνωση.

Διαβάστε Περισσότερα

Στα αρχικά στάδια των περισσοτέρων μορφών κίρρωσης αναπτύσσεται ίνωση γύρω από τα κολποειδή, που αποφράσσει τις κεντρικές φλέβες, ενώ παραμένουν ανέπαφα τα πυλαία φλεβίδια. Καθώς αυξάνει η αγγειακή αντίσταση στο ήπαρ αυξάνει και η πίεση της πυλαίας φλέβας, αλλά η ροή του αίματος συνεχίζει να κατευθύνεται προς το ήπαρ (κεντρομόλος). Με την πρόοδο της κίρρωσης το αίμα ρέει προς και από την πυλαία φλέβα, ενώ όταν η ενδοηπατική πίεση αυξηθεί πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο, το πυλαίο σύστημα αναστρέφει τη ροή του με κατεύθυνση εκτός του ήπατος (φυγόκεντρος) και αποσυμφορείται  μέσω παράπλευρων αγγείων, σχηματίζοντας τους λεγόμενους κιρσούς.

Το όριο αυτό αποτελείται συνήθως από τον απόλυτο αριθμό της κεντρικής φλεβικής πίεσης αυξημένο κατά 12 mmHg. Όσο περισσότερο αυξάνεται αυτή η πίεση, τόσο μεγαλώνουν οι κιρσοί με κίνδυνο δημιουργίας μεγάλων αιμορραγιών από το ανώτερο (οισοφάγος, στομάχι) ή κατώτερο πεπτικό σύστημα (παχύ έντερο, αιμορροειδικά πλέγματα).

Ως αποτέλεσμα της δυσλειτουργίας του ήπατος και της ελαττωμένης πυλαίας ροής προς αυτό, απελευθερώνονται διάφορες αγγειοδραστικές ουσίες, που προκαλούν σπλαχνική αγγειοδιαστολή και αυξάνουν το κίνδυνο αιμορραγίας. Η εξωηπατική ροή αίματος στην πυλαία αυξάνει, ενώ ελαττώνεται η ενδοηπατική πυλαία ροή. Επίσης αυξάνει η αρτηριακή ροή προς το ήπαρ, για να αντισταθμίσει την ελαττωμένη ροή του πυλαίου συστήματος προς το όργανο. Στα τελικά στάδια της κίρρωσης υπάρχει ρίκνωση και σκλήρυνση του ήπατος. Τα πυλαία φλεβίδια και οι κλάδοι της ηπατικής αρτηρίας συμπιέζονται λόγω της ίνωσης και των αναγεννητικών όζων, η δε φλεβική απαγωγή του αίματος από το ήπαρ είναι σημαντικά μειωμένη.

Η φυσιολογική φλεβική πίεση του πυλαίου συστήματος είναι λίγο υψηλότερη από την κεντρική φλεβική πίεση που είναι υπό φυσιολογικές συνθήκες >5 mmHg, και κυμαίνεται συνήθως στα 5-8 mmHg. Πυλαία υπέρταση έχουμε όταν αυτή η πίεση ξεπεράσει τα 9-12 mmHg, ενώ ευρήματα όπως η εμφάνιση των κιρσών έχουμε όταν η πίεση φτάσει >15 mmHg και σε κάθε περίπτωση όταν η διαφορά με την κεντρική φλεβική πίεση ανέβει πάνω από 12 mmHg.

Η συχνότερη επιπλοκή της πυλαίας υπέρτασης είναι η αιμορραγία κιρσών του οισοφάγου και λιγότερο συχνά αυτή των κιρσών του θόλου του στομάχου ή του λοιπού γαστρεντερικού σωλήνα. Η αύξηση της ροής ή/και της πίεσης  σε αυτά τα σημαντικά παράπλευρα φλεβικά αγγεία μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη και απειλητική για τη ζωή αιμορραγία λόγω χαμηλής αντοχής τους σε σχετικά υψηλές πιέσεις (άνω των 20-30 mmHg). Ο κίνδυνος αιμορραγίας είναι ανάλογος με το μέγεθος των κιρσών, την ενδοαυλική πίεση και την κατάταξη της κίρρωσης κατά Child-Pugh. Περίπου 30-70% των ασθενών πεθαίνουν στο πρώτο επεισόδιο κιρσορραγίας, ενώ σε περίπτωση επιβίωσης, ο κίνδυνος νέου επεισοδίου ανέρχεται στο 50-70% και ειδικότερα στο 30% στις επόμενες 6 εβδομάδες. Το ποσοστό 5ετούς επιβίωσης φτάνει το 30% σε ασθενείς που έχουν γρήγορη πρόσβαση σε εξειδικευμένα κέντρα.

Ο ασκίτης αποτελεί άλλη μια σημαντική επιπλοκή της πυλαίας υπέρτασης. Η επικρατέστερη θεωρία για την δημιουργία του υποστηρίζει ότι η περιφερική αγγειοδιαστολή των αρτηριών (λόγω των αγγειοδιασταλτικών ουσιών που απελευθερώνονται από το έντερο) προκαλεί ελάττωση του λειτουργικού όγκου του πλάσματος και κατακράτηση του νατρίου και ύδατος από τους νεφρούς. Το λεμφαγγειακό σύστημα του ήπατος υπερφορτώνεται, με αποτέλεσμα τη διαρροή πλάσματος δια της κάψας του ήπατος προς την περιτοναϊκή κοιλότητα και την επακόλουθη εγκατάσταση ενός φαύλου κύκλου, κατά τον οποίο ελαττώνεται περαιτέρω ο όγκος του πλάσματος επιδεινώνοντας συνεχώς τον ασκίτη.

Ενδείξεις & αντενδείξεις της διασφαγιτιδικής ενδοηπατικής πύλαιοσυστηματικής αναστόμωσης (Tips)

Οι κυριότερες ενδείξεις για παραπομπή στον επεμβατικό ακτινολόγο ασθενών με ύποπτη ή γνωστή πυλαία υπέρταση είναι:

  • ο έλεγχος του βαθμού της πυλαίας υπέρτασης με μέτρηση της πίεσης ενσφήνωσης
  • η προεγχειρητική και μετεγχειρητική εκτίμηση
  • η διασφαγιτιδική ενδοηπατική βιοψία καθώς και
  • η θεραπεία με διενέργεια διασφαγιτιδικής ενδοηπατικής πυλαιοσυστηματικής αναστόμωσης (Transjugular Intrahepatic Portosystemic Shunt, ή ΤΙPS).

H επέμβαση αυτή αποτελεί το αντίστοιχο της χειρουργικής πλαγιο-πλαγίας αναστόμωσης μεταξύ κάτω κοίλης και πυλαίας φλέβας. Σε αντίθεση με τις χειρουργικές αναστομώσεις, το ΤΙPS γενικά δεν δημιουργεί προβλήματα σε μελλοντική μεταμόσχευση ήπατος. Αντιθέτως, βελτιώνει τη γενική κατάσταση του ασθενούς, μειώνει την απώλεια αίματος κατά την διάρκεια του χειρουργείου και  βραχύνει το χρόνο της επέμβασης και τη μετεγχειρητική παραμονή στο νοσοκομείο. Η θνητότητα μετά από TIPS είναι σημαντική, ιδίως σε ασθενείς  με υψηλό δείκτη APACHE (>20) ή υψηλό δείκτη Child-Pugh (>12). Για το λόγο αυτόν πρέπει να γίνεται προσεκτική επιλογή των κατάλληλων ασθενών με συνεκτίμηση του σχετικού κινδύνου και των πλεονεκτημάτων της επέμβασης.

ENΔΕΙΞΕΙΣ TIPS
AΠΟΔΕΚΤΕΣ (ΑΠΟΛΥΤΕΣ)

  • Οξεία αιμορραγία των κιρσών που δεν ανταποκρίνεται σε θεραπεία συμπεριλαμβανομένης της σκληροθεραπείας
  • Υποτροπιάζουσα αιμορραγία των κιρσών, που δεν ανταποκρίνεται σε θεραπεία (συμπεριλαμβανομένης της επανάληψης της σκληροθεραπείας)
  • Ανθεκτικός  ασκίτης
  • Πυλαία υπέρταση λόγω απόφραξης ηπατικών φλεβών (σύνδρομο Budd-Chiari).
ΑΜΦΙΛΕΓΟΜΕΝΕΣ (ΣΧΕΤΙΚΕΣ)
  • Αναμονή για μεταμόσχευση ήπατος
  • Αρχική μέθοδος για την θεραπεία ή την πρόληψη αιμορραγίας των κιρσών.
ΑΝΤΕΝΔΕΙΞΕΙΣ TIPS
AΠΟΔΕΚΤΕΣ (ΑΠΟΛΥΤΕΣ)
  • Εκτεταμένη πολυκυστική νόσος του ήπατος
  • Σοβαρή ηπατική ανεπάρκεια
  • Αγγειοβριθής όγκος του ήπατος
  • Πλήρης θρόμβωση της πυλαίας φλέβας
  • Σοβαρή  ενεργός λοίμωξη

Τεχνική

Με υπερηχογράφημα Doppler πριν από την επέμβαση διαπιστώνεται η βατότητα της πυλαίας φλέβας και η κατεύθυνση της ροής του αίματος, η κατάσταση των ηπατικών φλεβών, ο βαθμός του ασκίτη, το μέγεθος του ήπατος και αποκλείονται  όγκοι του ήπατος ή  πολυκυστική  νόσος. Σημαντική είναι επίσης η απεικόνιση του διχασμού της πυλαίας και η αναγνώριση ηπατικού παρεγχύματος γύρω από αυτή, ιδίως αν δεν σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε επικαλυμμένα stents.Οι διαταραχές πηκτικότητας θα πρέπει να διορθώνονται κατά το δυνατόν και να χορηγούνται αντιβιοτικά ευρέος φάσματος πριν από την επέμβαση. Το TIPS μπορεί να διενεργείται με μερική καταστολή ή γενική αναισθησία (ιδιαίτερα σε ασταθείς ή μη συνεργάσιμους ασθενείς) υπό την επίβλεψη αναισθησιολόγου.

Η τεχνική παρακέντησης αρχίζει όπως αυτή της διασφαγιτιδικής βιοψίας ήπατος. Γίνεται δηλαδή παρακέντηση της δεξιάς έσω σφαγίτιδας και εφόσον αυτή είναι θρομβωμένη, μέσω της αριστερής, και τοποθετείται ένα ειδικό θηκάρι 12 French δια μέσου της άνω κοίλης μέσα από το δεξιό κόλπο προς τη κάτω κοίλη φλέβα με σκοπό να καθετηριαστεί ανάστροφα η δεξιά ηπατική φλέβα.

Μετά την τοποθέτηση του εξωτερικού θηκαριού μέσα στην ηπατική φλέβα εφαρμόζεται το σύστημα κυρτής βελόνης-καθετήρα (16G βελόνη Colapinto ή Roesch-Uchida catheter-trocar system) Κατόπιν, προωθείται η βελόνη εκτός του τοιχώματος της φλέβας με κατεύθυνση προς την πυλαία φλέβα. Ως ιδανικό σημείο παρακέντησης αναφέρεται η δεξιά κύρια πυλαία φλέβα 1-2 εκ. άνωθεν του διχασμού.

Όταν καθετηριαστεί η πυλαία φλέβα, επιλέγεται η κατάλληλη ενδοπρόθεση (stent) λαμβάνοντας υπόψη ότι πρέπει να εκτείνεται μερικά εκατοστά μετά από το διχασμό της πυλαίας μέχρι το τέλος της ηπατικής φλέβας, χωρίς να προβάλλει στην κάτω κοίλη. Τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα stents είναι τα μεταλλικά αυτοδιατεινόμενα, ως επί τα πλέον εύκαμπτα. Σήμερα βρίσκονται στη διάθεση μας ειδικά ημι-επικαλυμμένα stents που έχουν δείξει πολύ καλή βατότητα στον 1 και στα 3 χρόνια σε σχέση με τα μη-επικαλυμμένα και τα οποία έχουν καθιερωθεί, παρά το σχετικά υψηλότερο κόστος, λόγω μείωσης του ποσοστού απόφραξης και επανεπέμβασης.

Αποτελέσματα

Η δημιουργία μιας αναστόμωσης είναι τεχνικά επιτυχής σε >95% των περιπτώσεων, μειώνοντας τη διαφορά της πυλαιο-συστηματικής πίεσης κάτω από 12 mmHg ή περισσότερο από 50%. Υποτροπή της αιμορραγίας εντός 6 μηνών συμβαίνει στο 15% των ασθενών και αργότερα στο 30%. Σε μία μετα-ανάλυση διεθνών αποτελεσμάτων, τα TIPS είναι πιο αποτελεσματικά από τη σκληροθεραπεία στην πρόληψη της επαναιμορραγίας των κιρσών αν και η συνολική επιβίωση δεν φαίνεται να επηρεάζεται. Η εμφάνιση όμως εγκεφαλοπάθειας είναι συχνότερη μετά από TIPS σε σχέση με την ενδοσκοπική απολίνωση των κιρσών (1). Περίπου 50-75% των ασθενών  που αντιμετωπίζονται για ανθεκτικό ασκίτη, εμφανίζουν βελτίωση εντός ενός μήνα από την τοποθέτηση του stent.

Οι μείζονες επιπλοκές της TIPS είναι η αιμορραγία, η σήψη, η εγκεφαλοπάθεια, η στένωση ή θρόμβωση του stent με επακόλουθη αιμορραγία.  Άλλες επιπλοκές είναι οξεία νεφρική ανεπάρκεια, αιμορραγία στο σημείο παρακέντησης, παροδικές καρδιακές αρρυθμίες και αλλεργικές αντιδράσεις στο σκιαγραφικό.

Οξεία θρόμβωση της αναστόμωσης συμβαίνει μόλις στο 3-4% των περιπτώσεων και μπορεί να προκληθεί από υπολειμματική  στένωση ή ατελή κάλυψη με stent της αναστόμωσης. Στις περιπτώσεις αυτές διενεργείται θρομβόλυση και τοποθέτηση επιπλέον stents, εάν αυτό απαιτείται. Ένας από τους λόγους που ενοχοποιούνται για αυτό είναι τα χολικά συρίγγια, επιπλοκή που αντιμετωπίζεται πλέον με τη χρήση των επικαλυμμένων stents.

Η θνητότητα αμέσως μετά την επέμβαση κυμαίνεται από 0-2 % αν και μπορεί να είναι υψηλότερη σε κέντρα που εκτελούν μικρό αριθμό επεμβάσεων. Η θνητότητα τον πρώτο μήνα κυμαίνεται από 3-4%. Τα ποσοστά επιβίωσης μετά από TIPS είναι σημαντικά χαμηλότερα για ασθενείς με κατά Child-Pugh τάξης C, σοβαρή πολυοργανική ανεπάρκεια (ΑPACHE II score>20) ή με ενεργό αιμορραγία κατά το χρόνο διενέργειας της επέμβασης.

Τα TIPS έχουν πολύ καλά αποτελέσματα στην αποσυμφόρηση της πυλαίας υπέρτασης και των κιρσών, οδηγώντας σε σημαντική μείωση του κινδύνου επαναιμορραγίας. Παρόλα τα καλά άμεσα αποτελέσματα των TIPS, οι περισσότερες αναστομώσεις δεν παραμένουν βατές χωρίς επανάληψη της επέμβασης. Τα ποσοστά πρωτογενούς βατότητας φτάνουν το 63%, 48%, και 24% στους 3, 6, και 12 μήνες, αντίστοιχα, ενώ της δευτερογενούς βατότητας φτάνουν στο 75% και 62% στους 3 και 6 μήνες αντίστοιχα. Αυτά τα ποσοστά αρχικής βατότητας έχουν βελτιωθεί σημαντικά με τη χρήση των νέων επικαλυμμένων stents φτάνοντας το 94%, 67% και 38% στους 3, 6, και 12 μήνες, αντίστοιχα. Η δε δευτερογενής βατότητα τους φτάνει στο 100% και 92% στους 3 και 6 μήνες αντίστοιχα.

Χημείο-Εμβολισμός ηπατωμάτων

Υπολογίζεται ότι περίπου το 20-30% των ασθενών με Ηπατοκυτταρικό καρκίνο (ΗΚΚ) είναι υποψήφιο για ριζικές θεραπευτικές μεθόδους (ηπατεκτομή, μεταμόσχευση). Το υπόλοιπο ποσοστό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με εναλλακτικές θεραπευτικές μεθόδους με τοπική δράση.

Οι κυριότερες από αυτές είναι ο ενδαρτηριακός εμβολισμός (ΤΑΕ), ο ενδαρτηριακός χημειοεμβολισμός (TACE) και η θερμική νέκρωση (thermal tumor ablation), είτε με ραδιοσυχνότητες (RFA) είτε με μικροκύματα (MWA).

Ο χημειοεμβολισμός ενδείκνυται ως επέμβαση πρώτης γραμμής σε ανεγχείρητους, μεγάλους (>5-6 εκ.) ή πολυεστιακούς όγκους, με ή χωρίς απομακρυσμένες δορυφόρες εστίες. Η επέμβαση μπορεί να επαναληφθεί και δεύτερη και τρίτη φορά, ανάλογα με την εμφάνιση υπολειπόμενου ζώντος κακοήθους ιστού.

Οι λοιπές προϋποθέσεις για τον ΧΜΕ είναι:

– Παραμονή ικανού υπολειπόμενου ηπατικού παρεγχύματος, (>50%)

– Βατή πυλαία φλέβα.

– Child-Pugh score A ή B.

– Να μην υπάρχει διήθηση μεγάλων αγγείων

Στις αντενδείξεις περιλαμβάνονται ο μη αντιρροπούμενος ασκίτης, ασθενείς με Child-Pugh C, τελικά στάδια νόσου, ύπαρξη εγκεφαλοπάθειας, πλήρης απόφραξη πυλαίας, διήθηση μεγάλων αγγείων, ύπαρξη αρτηριο-πυλαίων αναστομώσεων, και μη διορθώσιμη διαταραχή πηκτικότητας. Για τον απλό εμβολισμό ισχύουν τα ίδια κριτήρια και αντενδείξεις και συνήθως προτιμάται έναντι του ΧΜΕ όταν δεν υπάρχει ιδιαίτερο προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς ή όταν υπάρχουν αρτηριο-πυλαίες αναστομώσεις.

Η τεχνική συνίσταται σε υπερεκλεκτικό καθετηριασμό των τροφοφόρων κλάδων της ηπατικής αρτηρίας και εμβολισμό με ειδικά εμβολικά υλικά με πρόσμιξη του χημειοθεραπευτικού φαρμάκου, συνήθως doxorubicin. Το αποτέλεσμα θεωρείται ικανοποιητικό όταν εξαλειφθούν αγγειογραφικά οι τροφοφόροι κλάδοι. Με την εφαρμογή τελευταίας τεχνολογίας μικροσφαιριδίων εμβολισμού που έχουν την ικανότητα να απορροφήσουν μέσα τους τη χημειοθεραπευτική ουσία, τα αποτελέσματα είναι καλύτερα από ότι στο παρελθόν. Η θνητότητα των 30 πρώτων ημερών είναι <2%, ενώ η εμφάνιση επιπλοκών διατηρείται επίσης σε πολύ χαμηλά επίπεδα <6%, με κυριότερη την επιδείνωση της ηπατικής λειτουργίας. Το λεγόμενο μετεμβολικό σύνδρομο εμφανίζεται στο 87% των περιπτώσεων με παραμονή των συμπτωμάτων συνήθως για λίγες ημέρες. H πλήρης ανταπόκριση του ΗΚΚ στη θεραπεία μετά από έγχυση προ-φορτωμένων με χημειοθεραπευτικό σφαιριδίων ανέρχεται περίπου στο 77% των ασθενών, σε σύγκριση με τα απλά σφαιρίδια (27%). Η μονοετής και διετής επιβίωση ανέρχεται σε 74% και 59%, αντίστοιχα. Διαδερμικός καυτηριασμός νεοπλασματικών εστιών ήπατος

Γενικά

Η διεθνώς αποδεκτή θεραπεία των κακοηθών  νεοπλασιών του ήπατος είναι αυτή της χειρουργικής εκτομής. Όμως στις περισσότερες περιπτώσεις, η ριζική αυτή μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί και έτσι διενεργούνται άλλες θεραπείες όπως η συστηματική ή/και η περιοχική χημειοθεραπεία. Ο διαδερμικός καυτηριασμός με τη χρήση ραδιοσυχνοτήτων είναι μια πρόσφατη,  διαδερμικά εφαρμοζόμενη επεμβατική μέθοδος θεραπευτικής αντιμετώπισης των πρωτοπαθών και δευτεροπαθών ηπατικών νεοπλασιών που ήρθε να  βελτιώσει την ήδη εφαρμοζόμενη θεραπεία με έγχυση αλκοόλης. Φυσική αρχή της μεθόδου αποτελεί η διέγερση των ιόντων που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή ραδιοσυχνοτήτων και έχει ως αποτέλεσμα την έκλυση θερμικής ενέργειας με επακόλουθη νέκρωση του πάσχοντος ιστού. Νεότερες τεχνικές που αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα, είναι ο καυτηριασμός με χρήση Laser, Μικροκυμάτων αλλά και η χρήση Κρυοθεραπείας με ειδικές διαδερμικές βελόνες.

Ενδείξεις- Αντενδείξεις

Η ένδειξη της μεθόδου είναι κυρίως πρωτοπαθείς ή δευτεροπαθείς όγκοι έως 5 τον αριθμό και διαμέτρου επίσης έως 5 cm. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι για μονήρεις εστίες 2 – 3 cm η συνολική αλλά και η ελεύθερη όγκου επιβίωση έπειτα από θερμική νέκρωση είναι παρόμοιες με εκείνη της ηπατεκτομής. Για το λόγο αυτόν ήδη από το 2000 (Barcelona EASL conference) η θερμική νέκρωση περιλαμβάνεται στις θεραπευτικές μεθόδους, στην ίδια κατηγορία με την ηπατεκτομή και τη μεταμόσχευση ήπατος.

Ο διαδερμικός καυτηριασμός δεν εφαρμόζεται σε ασθενείς με διαταραχές πηκτικότητας λόγω του αυξημένου κινδύνου αιμορραγίας. Σχετικές αντενδείξεις αποτελούν η ύπαρξη ασκιτικής συλλογής, η διήθηση του ήπατος σε ποσοστό που υπερβαίνει το 50% του παρεγχύματός του ή όταν υπάρχει μεγάλος αριθμός μεταστάσεων (>5), και όταν αυτές έχουν μεγάλες διαστάσεις (πάνω από 5 εκατοστά).

Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η καλή συνεργασία του ασθενούς. Εάν ο ασθενής δεν είναι συνεργάσιμος ή η θέση του όγκου δεν επιτρέπει την ασφαλή διαδερμική παρακέντηση, τότε η μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί διεγχειρητικά. Το ίδιο συμβαίνει και όταν θέλει κανείς να συνδυάσει τον καυτηριασμό με αφαίρεση κάποιας επιφανειακής εστίας ή όταν υπάρχουν μεγάλα αγγεία μπροστά από τις εστίες που θέλουμε να κάψουμε.

Τεχνική Καυτηριασμού

Η θερμική νέκρωση (RF ablation) συνίσταται στη νέκρωση του όγκου (coagulation necrosis) με την εισαγωγή ειδικής βελόνας εντός του όγκου και τη διοχέτευση είτε ραδιοκυμάτων (RF) είτε μικροκυμάτων (microwave ablation). Tα κύματα αυτά προκαλούν παλμικές κινήσεις των μορίων του ύδατος και θερμότητα τριβής. Αν και η κυτταρική νέκρωση συντελείται στους 60ο C, και οι δύο μέθοδοι επιτυγχάνουν θερμοκρασίες 90 – 95ο C.

Αφού προηγηθεί τοπική αναισθησία και φαρμακευτικός κατευνασμός του ασθενούς, τοποθετείται διαδερμικά, με την καθοδήγηση υπερήχων, αξονικού (ΥΤ) ή μαγνητικού τομογράφου (ΜΤ), η βελόνη-ηλεκτρόδιο εντός της ηπατικής εστίας, μέσω της οποίας μεταδίδονται οι ραδιοσυχνότητες. Το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται άμεσα με την εφαρμογή της εφαρμοζόμενης απεικονιστικής μεθόδου ή σε δεύτερο χρόνο μερικές εβδομάδες αργότερα.

Αποτελέσματα

Στα περισσότερα κέντρα η μέθοδος εφαρμόζεται σε ασθενείς με τέσσερις ή λιγότερες πρωτοπαθείς ή δευτεροπαθείς ηπατικές εστίες με μέγεθος κάτω των 5 εκατοστών. Ιδανικές για καυτηριασμό με ραδιοσυχνότητες θεωρούνται εστίες μικρότερες από 3 εκατοστά, που περιβάλλονται εξ’ ολοκλήρου από ηπατικό παρέγχυμα,  απέχουν πάνω από ένα εκατοστό από την ηπατική κάψα και πάνω από 2 εκατοστά από τους μεγάλους κλάδους της πυλαίας και των ηπατικών φλεβών. Οι υποκάψιοι όγκοι δύναται να καυτηριαστούν, συνήθως όμως ο καυτηριασμός τους συνδυάζεται με έντονο άλγος λόγω ερεθισμού της ηπατικής κάψας. Bάση των μέχρι τώρα δημοσιευμένων κλινικών αποτελεσμάτων πλήρης νέκρωση των μεταστατικών εστιών επιτυγχάνεται σε όλες τις εστίες κάτω των 2 εκατοστών. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 70% για εστίες 2-3 εκατοστών και στο 58% για εστίες άνω των 3 εκατοστών. Τα χρονικά διαστήματα για τα οποία οι ασθενείς ήταν ελεύθεροι νόσου ανέρχονται σε 6, 12, 24 και 36 μήνες για το 84%, 54%, 31% και το 10% των ασθενών αντίστοιχα. Η δε συνολική επιβίωση για ασθενείς με μεταστάσεις από νεοπλάσματα του γαστρεντερικού σωλήνα , ανέρχεται σε 1 έτος για το 90% των ασθενών από την εμφάνιση της πρώτης μετάστασης, 2 έτη για το 63%, 3 έτη για το 37%, 4 έτη για το 27% και 5 έτη για το 10%. Σε άλλη μελέτη με ηπατικές μεταστάσεις που καυτηριάστηκαν με τη βοήθεια ραδιοσυχνοτήτων η επιβίωση μετά από 1, 2 και 3 έτη ήταν 89%, 62% και 38% αντίστοιχα. Στη διεθνή βιβλιογραφία η τριετής αυτή επιβίωση δε διαφέρει στατιστικά σημαντικά από την αντίστοιχη της χειρουργικής εκτομής, η οποία κυμαίνεται από 34-43%. Σοβαρές επιπλοκές, που όμως δεν ήταν θανατηφόρες, σημειώθηκαν στο 0,8% των ασθενών ενώ σε χειρουργικές σειρές η θνητότητα και η νοσηρότητα κυμαίνονται από 1,5-9% και 10-30% αντίστοιχα.

Σε μελέτη ασθενών με ΗΚΚ, πλήρης νέκρωση επιτεύχθηκε  στο 82%, 65%, 32%, 12% και 0% των εστιών μεγέθους 1-3 , 3-5,  5-7,  7-9  και 9-13 εκατοστά αντίστοιχα. Σε πιο πρόσφατη μελέτη 126 ασθενών με ΗΚΚ μετρίου (3-5 εκ.) και μεγάλου μεγέθους (5.1-9.5) καυτηριάστηκαν πλήρως (100%) το 47,6% των εστιών, σχεδόν πλήρως (90-99%)  το 31,7% των εστιών, ενώ τμηματικά (50-89%) το 20,6% των εστιών. Σε συγκριτική μελέτη του καυτηριασμού με ραδιοσυχνότητες και της διαδερμικής έγχυσης αιθανόλης σε ασθενείς με μικρά (κάτω των 3 εκατοστών) ΗΚΚ επιτεύχθηκε πλήρης νέκρωση στο 90% έναντι  80% των εστιών με την πρώτη και τη δεύτερη μέθοδο αντίστοιχα ενώ χρειάστηκαν λιγότερες συνεδρίες με την πρώτη μέθοδο (1,2 έναντι 4,8 συνεδριών ανά εστία) ενώ σε άλλη συγκριτική μελέτη των δύο μεθόδων σε μικρά ηπατοκυτταρικά καρκινώματα το ποσοστό τοπικής υποτροπής 9-24 μήνες μετά τον καυτηριασμό ήταν 4% μετά τον καυτηριασμό με ραδιοσυχνότητες έναντι 17% για το ίδιο διάστημα μετά από έγχυση αλκοόλης.

Οι σοβαρές επιπλοκές της μεθόδου δεν είναι συχνές. Αυτές είναι η αιμορραγία και το σηπτικό shock που εμφανίζονται στο 1 % και το 0,3 % των ασθενών αντίστοιχα. Το 30% των ασθενών αισθάνεται ήπιο έως μέτριο πόνο ενώ το 7% παρουσιάζει δεκατική πυρετική κίνηση.